- αἰσχροκερδῶς
- αἰσχροκερδῶς adv. fr. αἰσχροκερδής in fondness for dishonest gain, greedily (opp. προθύμως) 1 Pt 5:2.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
αἰσχροκερδῶς — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)